ὀκριοειδής

ὀκριοειδής
ὀκριο-ειδής, ές,
A rugged, jagged, Hp.Art.36 ([comp] Comp.), Aret.SD2.13.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οκριοειδής — ὀκριοειδής, ές (Α) αυτός που έχει ανώμαλη, τραχεία επιφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄκρις «τραχεία επιφάνεια» + συνδετικό φωνήεν ο + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • ὀκριοειδεστέρη — ὀκριοειδής rugged fem nom/voc comp sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκριοειδεστέρῃ — ὀκριοειδής rugged fem dat comp sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκριοειδέες — ὀκριοειδής rugged masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”